Η μυασθένεια gravis είναι μια σπάνια χρόνια αυτοάνοση πάθηση που προκαλεί μυϊκή αδυναμία.
Επηρεάζει συχνότερα τους μύες που ελέγχουν την κινητικότητα των ματιών και των βλεφάρων, τις εκφράσεις του προσώπου, τη μάσηση, την κατάποση και την ομιλία, ωστόσο μπορεί να επηρεάσει οποιοδήποτε μυ του σώματος. Η έναρξη είναι συνήθως αιφνίδια και μπορεί να πυροδοτηθεί από κάποια λοίμωξη ή τη χορήγηση αναισθητικών και άλλων φαρμάκων.
Στη μυασθένεια gravis προσβάλλεται το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των νεύρων και των μυών (νευρομυϊκές συνάψεις), καθιστώντας τους μύες αδύναμους. Η παθογένεια του θύμου αδένα είναι στενά συνυφασμένη με τη νόσο, και περίπου το 10% των ασθενών με μυασθένεια Gravis παρουσιάζει υπερπλασία του θύμου αδένα που ονομάζεται θύμωμα.
Τα συνηθέστερα συμπτώματα της νόσου είναι:
- Πτώση βλεφάρων
- Διπλωπία
- Διαταραχή ομιλίας
- Αναπνευστική δυσχέρεια
- Δυσκολία στην μάσηση και την κατάποση
Η θεραπεία εξατομικεύεται ανάλογα τη μορφή της μυασθένειας και περιλαμβάνει φάρμακα όπως αναστολείς χολινεστεράσης, κορτικοστεροειδή και ανοσοκατασταλτικά σε μακροχρόνια χορήγηση. Σε περίπτωση σοβαρής έξαρσης των συμπτωμάτων (μυασθενική κρίση), είναι απαραίτητη η εισαγωγή στο νοσοκομείο και η έγκαιρη χορήγηση ενδοφλέβιας θεραπείας (πλασμαφαίρεση, γ-σφαιρίνη). Επίσης, επί ανεύρεσης θυμώματος με παρουσία αυτοαντισωμάτων στο αίμα, απαιτείται χειρουργική αφαίρεση του θυμώματος (θυμεκτομή).
Comentários